ἀνδρομέος, -α, -ον (ἀνήρ), λέγεται για άνδρα ή άνδρες, ανθρώπινος, θνητός, κρέα, σε Όμηρ.· ψωμοὶ ἀνδρ., τεμάχια ανθρώπινων κρεάτων, σε Ομήρ. Οδ.
確定! 回上一頁