υπό [ipó] πρόθ.· συχνά παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν : (βλ. και υπο-). I. (λόγ.) συνήθ. σε στερεότυπες εκφράσεις, πάντα με αιτιατική, με τη σημασία του κάτω ...
確定! 回上一頁